μελισσουργικός

μελισσουργός

μελισσόφυλλον
μελισσουργός att. μελιττουργός, οῦ () éleveur d’abeilles, apiculteur, Plat. Leg. 842d, etc. ; Arstt. H.A. 5, 22, 6.
Étym. μέλισσα, ἔργον.