μελιτισμός

μελιτίτης

μελιτοειδής
μελιτίτης, ου [ῐῑ] adj. m.
1 μ. οἶνος, Diosc. 5, 15, vin sucré de miel ||
2 μ. λίθος, Diosc. 5, 151 ; Plin. H.N. 36, 33, topaze, pierre précieuse jaune.
Étym. μέλι.