μεσόγαια

μεσόγαιος

μεσόγεια
μεσό·γαιος, ος, ον, réc. c. μεσόγειος, situé au milieu des terres, Pol. 1, 20, 6 ; 2, 5, 2 ; ἡ μεσόγαιος, Pol. 1, 52, 8 ; τὸ μεσόγαιον, Paus. 7, 22, 6 ; App. Iber. 6, 6, c. μεσόγαια ||
Cp. -ότερος, Str. 606.
Étym. μέσος, γαῖα.