μεσοκάρπιον

μεσόκλαστος

μεσοκνήμιον
μεσό·κλαστος, ος, ον, brisé par le milieu, Plut. fr. metr. 2, t. 10, p. 812 Reiske ; t. 5, p. 1288 Wyttenbach.
Étym. μ. κλάω.