μεσοκνήμιον

μεσόκοιλος

μεσοκόνδυλος
μεσό·κοιλος, ος, ον, creux au milieu, Diosc. 1, 10 ; Pol. 10, 10, 7 ; τὰ μ. Luc. Am. 6, c. μεσόδμη.
Étym. μ. κοῖλος.