μεσολάϐιον

μεσόλευκος

μεσομάζιον
μεσό·λευκος, ος, ον, blanc au milieu, mêlé de blanc, Xén. Cyr. 8, 3, 14 ; Ephipp. hist. (Ath. 537e).
Étym. μέσος, λευκός.