μεσηγύ

μεσηγυδορποχέστης

μεσήεις
μεσηγυ·δορπο·χέστης, seul. μεσσηγυ·δορπο·χέστης, ου () ignoble glouton, qui rend par en bas à mesure qu’il mange, Hippon. fr. 127.
Étym. μεσηγύ, δόρπον, χέζω.