μεσήμϐριος

μεσημέριος

Μεσήνη
*μεσ·ημέριος, dor. μεσ·αμέριος, ος, ον [] de midi ; adv. μεσαμέριον, Thcr. Idyl. 7, 21, à midi.
Étym. μέσος, ἡμέρα.