μεταϐολικῶς

μετάϐολος

μεταϐούλευμα
μετάϐολος, ος, ον :
1 changeant, inconstant, Plut. M. 428b ||
2 ὁ μ. Spt. Esaï. 23, 2, 3, marchand.
Étym. μεταϐάλλω.