μεταχείριος

μεταχείρισις

μεταχειρισμός
μεταχείρισις, εως () [ρῐ]
1 action de manier, maniement, DH. Rhet. 4, 1 ||
2 traitement médical, Gal. de Fract. 18-2, 407.
Étym. μεταχειρίζω.