μεταγωγή

μεταδαίνυμαι

μεταδειπνέω-ῶ
μετα·δαίνυμαι, prendre sa part d’un festin, Q. Sm. 2, 157 ; ἱρῶν, Il. 23, 207, d’un repas sacré ; τινι, Il. 22, 498 ; Od. 18, 48, avec qqn.