μεταδοξάζω

μεταδόρπιος

μετάδοσις
μετα·δόρπιος, ος, ον, qui agit ou se fait après le repas du soir, Od. 4, 194 ; Anth. 12, 250 ; τὰ μεταδόρπια, Plat. Criti. 115b, le repas du soir.