μεταδότης

μεταδοτικός

μετάδουπος
μεταδοτικός, ή, όν, qui aime à partager, libéral, généreux, Arstt. An. pr. 2, 27, 10 ; DS. 1, 70 ; τὸ μ. M. Ant. 1, 3, libéralité.
Étym. μεταδίδωμι.