μεταγεννάω-ῶ

μεταγίγνομαι

μεταγιγνώσκω
*μετα·γίγνομαι, seul. μετα·γίνομαι (ao. 2 μετεγενόμην) naître après, Spt. 2 Macc. 2, 1.