Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μεταγεννάω-ῶ
μεταγίγνομαι
μεταγιγνώσκω
*μετα·γίγνομαι,
seul.
μετα·γίνομαι
(
ao. 2
μετεγενόμην
) naître après,
Spt.
2 Macc.
2, 1
.