μετάγνωσις

μεταγραμματισμός

μεταγραπτέον
μεταγραμματισμός, οῦ () [μᾰ] changement d’écriture ou d’orthographe, Gal. 12, 58.
Étym. μ. *γραμματίζω de γράμμα.