μεταΐσσω

μεταιτέω-ῶ

μεταίτης
μετ·αιτέω-ῶ :
1 demander une part : τινος, Hdt. 4, 146 ; ou μέρος τινός, Ar. Vesp. 972, de qqe ch. ; παρά τινος ἀπό τινος, Dém. 410, 12, réclamer de qqn une part de qqe ch. ; p. suite, mendier, acc. Luc. Cyn. 2 ||
2 supplier, implorer : τινα, Ar. Eq. 775, qqn.