μεταίχμιος

μετακαθέζομαι

μετακαθίζω
μετα·καθέζομαι (impf. μετεκαθεζόμην, f. μετακαθεδοῦμαι, etc.) changer de siège, quitter son siège pour un autre, Luc. Ic. 26.