μετακεράννυμι

μετάκερας

μετακέρασμα
μετάκερας, ατος (ὁ, ἡ, τὸ) [ᾰτ] mêlé, mélangé, particul. tempéré, tiède, en parl. de l’eau, Com. (Ath. 123d).
Étym. μετακεράννυμι.