μετακίνημα

μετακίνησις

μετακινητέος
μετακίνησις, εως () [κῑ] déplacement, changement, Hpc. 379, 9 ; Th. H.P. 2, 2, 12 ; fig. Arstt. Probl. 10, 13, 1 ; Arr. An. 4, 8, 6.
Étym. μετακινέω.