μετακολουθέω-ῶ

μετακομίζω

μετακομιστέος
μετα·κομίζω, emporter, transporter : τι εἰς τόπον τινά, Plat. Leg. 904d ; Pol. 3, 42, 8, qqe ch. qqe part ||
Moy. faire transporter, acc. Lycurg. 155, 5.