μεταλλακτήρ

μεταλλακτός

μετάλλαξις
μεταλλακτός, ή, όν :
1 changé, Eschl. Sept. 706 ||
2 qu’on peut ou qu’il faut changer, Pd. fr. 241.
Étym. vb. de μεταλλάσσω.