μεταλλεῖον

μεταλλεύς

μετάλλευσις
μεταλλεύς, έως () mineur, Plat. Leg. 678d ; Lys. (Harp.) ; οἱ Μεταλλῆς, les Mineurs, comédie de Phérécrate et de Nicomaque.
Étym. μέταλλον.