μεταλλευτής

μεταλλευτικός

μεταλλευτός
μεταλλευτικός, ή, όν :
1 qui concerne le travail des mines ; ἡ μεταλλευτική (s. e. τέχνη) Arstt. Pol. 1, 11, 4, l’art d’exploiter une mine ||
2 qui consiste en mines, métallurgique, Plat. Leg. 847d.
Étym. μεταλλεύω.