μετάλλευσις

μεταλλευτήρ

μεταλλευτής
μεταλλευτήρ, ῆρος (ὁ, ἡ) qui s’enfonce dans la terre, souterrain, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 621.
Étym. μεταλλεύω.