μετάλλητος

μεταλλικός

μεταλλοιόω-ῶ
μεταλλικός, ή, όν :
1 qui concerne le travail des mines, Dém. 976, 24 ; 977, 17 ||
2 de métal, métallique, Diosc. 1 Proœm. p. 2 ; Mégès (Orib. 3, 636 B.-Dar.) ; Plut. M. 663c, 721f ; Aét. 2, 40.
Étym. μέταλλον.