μεταληπτέον

μεταληπτικός

μεταληπτικῶς
μεταληπτικός, ή, όν :
1 qui peut participer, qui participe à, gén. Plut. M. 884a ||
2 qui concerne la métalepse, t. de rhét. Hermog. Rhet. 138, 8.
Étym. μεταληπτός.