μεταλωφάω

μεταμάζιος

μεταμαίομαι
μετα·μάζιος, ος, ον, qui se trouve entre les seins, Il. 5, 19 ; τὸ μεταμάζιον, Anacr. 16, 30, l’espace entre les seins, la poitrine (μ. μαζός 1).