μεταμέλομαι

μετάμελος

μεταμέλπομαι
μετάμελος, ος, ον, qui se repent, repentant, DS. Exc. Vat. p. 56.
Étym. μεταμέλομαι.
μετάμελος, ου () repentir, Thc. 7, 55 ; Jos. A.J. 2, 6, 4.
Étym. μεταμέλομαι.