μεταμορφόω-ῶ

μεταμόρφωσις

μεταμοσχεύω
μεταμόρφωσις, εως () transformation, métamorphose, Str. 1, 2, 11 Kram. ; Luc. Halc. (titre), etc. ; au plur. Luc. Salt. 57.
Étym. μεταμορφόω.