μεταναιέτης

μετανάστασις

μετανάστατος
μετανάστασις, εως () [ᾰσ] émigration, Hpc. Aër. 292 ; Thc. 1, 2 ; Xén. Mem. 3, 5, 12, etc.
Étym. μετανίστημι.