μεταπέμπω

μετάπεμψις

μεταπερισπάω-ῶ
μετά·πεμψις, εως () action d’envoyer chercher, de mander, Plat. Ep. 338b ; Plut. M. 594f, Alex. 33.
Étym. μεταπέμπω.