μεταπεμπτέος

μετάπεμπτος

μεταπέμπω
μετάπεμπτος, ος, ον, mandé, Hdt. 8, 67 ; Thc. 6, 29 et 74 ; Xén. An. 1, 4, 3, etc.
Étym. μεταπέμπω.