μεταφορητός

μεταφορικός

μεταφορικῶς
μεταφορικός, ή, όν :
1 métaphorique, figuré, Arstt. Poet. 22, 16 ||
2 qui aime les expressions figurées, Arstt. (DL. 8, 57).
Étym. μεταφορά.