μεταφρονέω-ῶ

μεταφύομαι

μεταφυτεία
μετα·φύομαι (ao. 2 μετέφυν, pf. μεταπέφυκα)
1 naître ou croître ensuite, Hpc. 251, 54 ||
2 devenir par un changement, Empéd. 319 Karsten.