μετάφημι

μεταφημίζω

μεταφοιτάω-ῶ
μετα·φημίζω, appeler d’un autre nom, Man. 2, 136 ||
Moy. (ao. 3 pl. μετεφημίξαντο) m. sign. Rhian. (Sch.-A. Rh. 3, 1089).