μεταποιέω-ῶ

μεταποίησις

μεταποίνιος
μεταποίησις, εως ()
1 changement, renouvellement, Phil. 2, 419 ; Jos. A.J. 18, 1, 4, etc. ||
2 action de réclamer, de prétendre à, Jos. A.J. 3, 2, 4.
Étym. μεταποιέω.