Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μεταποροποιέω-ῶ
μεταποροποίησις
μεταποτέος
μεταποροποίησις,
εως
(
ἡ
)
modification du système poreux d’une plante,
Gal.
10, 91
.
Étym.
μεταποροποιέω
.