μεταπεττεύω

μεταπήγνυμαι

μεταπηδάω-ῶ
μετα·πήγνυμαι :
1 fixer en un autre endroit, D. Chr. 2, 387 ||
2 convertir en une chose solide : εἰς σάρκα, Bas. 1, 320 Migne, en chair.