μεταρδεύω

μεταρίθμιος

μεταρρέω
μετ·αρίθμιος, ος, ον, qui compte, c. à d. qui est en honneur parmi, dat. Hh. 25, 6 ; A. Rh. 1, 205.
Étym. μ. ἀριθμός.