μεταρριζόω-ῶ

μεταρριπίζω

μεταρρίπτω
μετα·ρριπίζω [ῑπ] c. les suiv. Nonn. D. 2, 408 ; Eum. p. 125, 141 ; au pass. Arr. Epict. 1, 4, 19.