μετασχημάτισις

μετασχηματισμός

μετασχηματιστέον
μετασχηματισμός, οῦ () [μᾰ] c. le préc. Str. 1, 3, 3 Kram. ; Plut. M. 687b ; Dysc. Synt. 230, 3.