μετάστατος

μεταστείχω

μεταστέλλομαι
μετα·στείχω (f. -στείξω, ao. 2 μετέστιχον) []
1 courir après, se mettre en quête de, acc. Eur. Hec. 509, etc. ||
2 s’éloigner, A. Rh. 3, 451.