μεταστρατεύομαι

μεταστρατοπεδεύω

μεταστρεπτέον
μετα·στρατοπεδεύω [ᾰτ] changer de campement, Pol. 3, 112, 2, etc. ; Plut. M. 228d, etc. ||
Moy. m. sign. Xén. Cyr. 3, 3, 23, etc. ; DH. 9, 6.