μεταστροφή

μεταστρωφάω-ῶ

μεταστύλιον
μετα·στρωφάω-ῶ, poét. c. μεταστρέφω, Procl. H. Sol. 16 ||
Moy. c. μεταστρέφομαι, Orph. Lith. 733.