μετασυγκρίνω

μετασύγκρισις

μετασυγκριτικός
μετασύγκρισις, εως () [ρῐ] renouvellement ou rafraîchissement du corps par l’évacuation des humeurs, Diosc. 3, 43.
Étym. μετασυγκρίνω.