μετατρέφω

μετατρέχω

μετατροπά
μετα·τρέχω (f. μεταδραμοῦμαι, etc.) courir après, poursuivre, Ar. Pax 261 ; τινά, Phryn. (Sch.-Ar. Av. 989) poursuivre qqn.