μετατροπαλίζομαι

μετατροπή

μετατροπία
μετατροπή, ῆς ()
1 changement, échange, Hippodam. (Stob. Fl. 98, 71) ; Plut. M. 720c ||
2 déviation, Tryph. 2 Trop. p. 763 ||
E Dor. μετατροπά, Eur. Andr. 492.
Étym. μετατρέπω.