μετέμφυτος

μετεμψύχωσις

μετένδεσις
μετεμψύχωσις, εως () [] passage d’une âme d’un corps dans un autre, DS. Exc. Vat. 31, 14 ; Porph. Abst. 350.
Étym. *μετεμψυχόω, de μ. ἐμψυχόω.