μετεόν

μετέπειτα

μετεπιγράφω
μετ·έπειτα, adv. plus tard, dans la suite, Il. 14, 310 ; Od. 10, 519 ; Hdt. 1, 25 ; 7, 7, etc. ; Plat. Ep. 353c ; Arstt. Nic. 10, 4, 9.
Étym. μ. ἔπειτα.