μετεντίθεμαι

μετεξαιρέομαι-οῦμαι

μετεξαντλέω-ῶ
μετ·εξαιρέομαι-οῦμαι (f. -εξαιρήσομαι, ao. 2 -εξειλόμην) enlever pour transporter ailleurs, Dém. 1290, 10.